κακώλεθρος

κακώλεθρος
κακώλεθρος, -ον (Α)
πολύ καταστρεπτικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ώλεθρος (< ὄλεθρος), πρβλ. αξι-ώλεθρος, παν-ώλεθρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”